- αποκερδαινω
- ἀποκερδαίνωἀπο-κερδαίνω(inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться
(Luc.; τινός Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Luc.; τινός Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποκερδαίνω — pres subj act 1st sg ἀποκερδαίνω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκερδαίνω — (Α ἀποκερδαίνω) έχω κέρδος, απολαμβάνω μσν. νεοελλ. κατακτώ, αποκτώ … Dictionary of Greek
ἀπεκέρδαινον — ἀποκερδαίνω imperf ind act 3rd pl ἀποκερδαίνω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκέρδηκεν — ἀποκερδαίνω perf ind act 3rd sg ἀποκερδαίνω plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκερδανεῖ — ἀποκερδαίνω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀποκερδαίνω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκερδανοῦσι — ἀποκερδαίνω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀποκερδαίνω fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκερδαῖνον — ἀποκερδαίνω pres part act masc voc sg ἀποκερδαίνω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκερδαίνει — ἀποκερδαίνω pres ind mp 2nd sg ἀποκερδαίνω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκερδαίνομεν — ἀποκερδαίνω pres ind act 1st pl ἀποκερδαίνω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκερδαίνοντα — ἀποκερδαίνω pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποκερδαίνω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκερδαίνουσι — ἀποκερδαίνω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκερδαίνω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)